ανθρακιά

ανθρακιά
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 124 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών.
* * *
και αθρακιά, αθράκα, θράκα, η (AM ἀνθρακιά και Α επικ. ἀνθρακιή)
1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα
2. στάχτη από κάρβουνα, καπνιά
νεοελλ.
η φωτιά που ανάβουν την παραμονή του Αγίου Ιωάννου του Κλήδονα (24 Ιουνίου)
αρχ.
μτφ.
1. τα αγαθά
2. (για εραστές) μεγάλος, φλογερός έρωτας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀνθρακιά — ἀνθρακιά̱ , ἀνθρακιά burning charcoal fem nom/voc/acc dual ἀνθρακιά̱ , ἀνθρακιά burning charcoal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρακία — ἀνθρακίᾱ , ἀνθρακίας burnt to a cinder masc nom/voc/acc dual ἀνθρακίας burnt to a cinder masc voc sg ἀνθρακίᾱ , ἀνθρακίας burnt to a cinder masc voc sg (attic) ἀνθρακίᾱ , ἀνθρακίας burnt to a cinder masc gen sg (doric aeolic) ἀνθρακίας burnt… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνθρακία — Ἀνθρακίᾱ , Ἀνθρακίη fem nom/voc/acc dual Ἀνθρακίᾱ , Ἀνθρακίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρακιᾷ — ἀνθρακιά burning charcoal fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρακιά — η σωρός αναμμένα κάρβουνα, θράκα: Στη φωτογωνιά υπήρχε μια τέτοια ανθρακιά που μπορούσες να ψήσεις και βόδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνθρακιάν — ἀνθρακιά̱ν , ἀνθρακιά burning charcoal fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρακιάς — ἀνθρακιά̱ς , ἀνθρακιά burning charcoal fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνθρακίας — Ἀνθρακίᾱς , Ἀνθρακίη fem acc pl Ἀνθρακίᾱς , Ἀνθρακίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρακίας — ἀνθρακίᾱς , ἀνθρακίας burnt to a cinder masc acc pl ἀνθρακίᾱς , ἀνθρακίας burnt to a cinder masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρακιαῖς — ἀνθρακιά burning charcoal fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”